- μειλίχη
- μειλίχη, ἡ (Α) [μείλιχος]ειδικό για πυγμάχους γάντι από ιμάντες ακατέργαστου βοδινού δέρματος ενισχυμένου με κομμάτια σιδήρου, το οποίο άφηνε ακάλυπτα τα δάκτυλα τού χεριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Цест — (caestus от caedere ударять) древнеримское название боевой перчатки, которою пользовались борцы для сообщения ударам большей силы. У греков соответствующее приспособление называлось ίμάς и μειλιχη; это был длинный, выкраивавшийся из мягкой сырой… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
μειλίχαι — μειλίχᾱͅ , μείλιχος gentle fem dat sg (doric aeolic) μειλίχᾱͅ , μειλίχη boxing glove which left the fingers bare fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχαις — μείλιχος gentle fem dat pl μειλίχη boxing glove which left the fingers bare fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)